ιχθυόσκαλα 希腊语 名词 ιχθυόσκαλα (ichthyóskala) f(复数 ιχθυόσκαλες) 渔港参见 επίνειο n (epíneio, “海港,避风港”) λιμάνι n (limáni, “港口”) λίμνη f (límni, “湖”) νεώριο n (neório, “干船坞”)