θέση 希腊语 词源 源自古希腊语 θέσις (thésis, “布置,放置”),源自古希腊语 τίθημι (títhēmi, “放置”)。 名词 θέση (thési) f(复数 θέσεις) 位置 座位 职位,职务 地位 立场变格 θέση的变格 单数 复数 主格 θέση • θέσεις • 属格 θέσης • θέσεως • θέσεων • 宾格 θέση • θέσεις • 呼格 θέση • θέσεις •