ερπετό 希腊语 词源 源自古希腊语 ἑρπετόν (herpetón, “爬行动物”)。 名词 ερπετό (erpetó) n(复数 ερπετά) 爬行动物,爬虫类变格 ερπετό的变格 单数 复数 主格 ερπετό • ερπετά • 属格 ερπετού • ερπετών • 宾格 ερπετό • ερπετά • 呼格 ερπετό • ερπετά •