επιστολή 来源于新华字典·百度汉语 希腊语 词源 继承自古希腊语 ἐπῐστολή (epistolḗ)。 名词 επιστολή (epistolí) f(复数 επιστολές) 信 (宗教) 使徒书信 公函,公文变格 επιστολή的变格 单数 复数 主格 επιστολή • επιστολές • 属格 επιστολής • επιστολών • 宾格 επιστολή • επιστολές • 呼格 επιστολή • επιστολές • 近义词 (信): γράμμα f (grámma)