εντολή 希腊语 词源 继承自古希腊语 ἐντολή (entolḗ)。 名词 εντολή (entolí) f(复数 εντολές) 命令 近义词: διαταγή (diatagí) (计算机) 指令变格 εντολή的变格 单数 复数 主格 εντολή • εντολές • 属格 εντολής • εντολών • 宾格 εντολή • εντολές • 呼格 εντολή • εντολές •