ελληνικός是什么意思_ελληνικός读音|解释_ελληνικός同义词|反义词

ελληνικός

希腊语

词源

源自古希腊语 Ἑλληνῐκός (Hellēnikós)

形容词

ελληνικός (ellinikósm(阴性 ελληνική,中性 ελληνικό

  1. 希腊(语/人)的

变格

相关词汇

  • αρχαιοελληνικός (archaioellinikós, 古希腊的)
  • Ελληνική Δημοκρατία (Ellinikí Dimokratía, 希腊共和国)
  • 参见:Ελλάδα f (Elláda, 希腊)