γρύλος 希腊语 词源 源自古希腊语 γρύλλος (grúllos)。 名词 γρύλος (grýlos) m(复数 γρύλοι) 蟋蟀 (工程学) 剪式千斤顶变格 γρύλος的变格 单数 复数 主格 γρύλος • γρύλοι • 属格 γρύλου • γρύλων • 宾格 γρύλο • γρύλους • 呼格 γρύλε • γρύλοι • 近义词 (蟋蟀): τριζόνι n (trizóni)参见 ακρίδα f (akrída, “蝗虫”)拓展阅读 γρύλος在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el