γιαγιά
希腊语
词源
幼儿用词,对比μαμά (mamá, “妈妈”)、μπαμπάς (bampás, “爸爸”)、νταντά (dantá, “奶奶”)、νενέ (nené, “奶奶”, 现在弃用)。
发音
- IPA(帮助):/ʝaˈʝa/
- 断字:για‧γιά
名词
γιαγιά (giagiá) f(复数 γιαγιάδες,阳性 παππούς)
- 祖母,奶奶;外婆,姥姥
- Η γιαγιά μου ήταν πάντα η καλύτερη μαγείρισσα.
- I giagiá mou ítan pánta i kalýteri mageírissa.
- 我奶奶总是最好的厨师。
- (口语, 引申, 十分不礼貌) 大娘,奶奶 (对任意老年女性的称呼)
- Θες βοήθεια να διασχίσεις το δρόμο, γιαγιά;
- Thes voḯtheia na diaschíseis to drómo, giagiá?
- 大娘,你需要我帮你过马路吗?
变格
γιαγιά的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | γιαγιά • | γιαγιάδες • |
属格 | γιαγιάς • | γιαγιάδων • |
宾格 | γιαγιά • | γιαγιάδες • |
呼格 | γιαγιά • | γιαγιάδες • |
近义词
- γιαγιάκα f (giagiáka) (指小词)
- γιαγιούλα f (giagioúla) (指小词)
- βαβά f (vavá) 〈方〉
- μάμμη f (mámmi) 〈方〉
- νενέ f (nené) 〈方〉
- νόνα f (nóna) 〈方〉
相关词汇
同类词汇
- 参见:Appendix:希腊语词汇表/家庭