γερμανικά 希腊语 名词 γερμανικά (germaniká) n pl 德语变格 γερμανικά 格 \ 数 复数 主格 γερμανικά • 属格 γερμανικών • 宾格 γερμανικά • 呼格 γερμανικά • 相关词汇 参见:Γερμανία f (Germanía, “德国”)