βλέφαρο 希腊语 词源 源自古希腊语 βλέφαρον (blépharon),源自βλέπω (blépō)。 名词 βλέφαρο (vléfaro) n(复数 βλέφαρα) 眼皮,眼睑变格 βλέφαρο的变格 单数 复数 主格 βλέφαρο • βλέφαρα • 属格 βλεφάρου • βλεφάρων • 宾格 βλέφαρο • βλέφαρα • 呼格 βλέφαρο • βλέφαρα • 近义词 ματόφυλλο n (matófyllo)相关词汇 βλεφαρίδα f (vlefarída, “睫毛”) βλέπω (vlépo, “看,看见”)参见 μάτι n (máti, “眼”)