βιολόγος 希腊语 名词 βιολόγος (viológos) m 或 f(复数 βιολόγοι) 生物学家变格 βιολόγος的变格 单数 复数 主格 βιολόγος • βιολόγοι • 属格 βιολόγου • βιολόγων • 宾格 βιολόγο • βιολόγους • 呼格 βιολόγε • βιολόγοι • 相关词汇 βιολογία f (viología, “生物学”)拓展阅读 Βιολογία在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el