βιβλιοθηκάριος
来源于新华字典·百度汉语
希腊语
词源
βιβλιοθήκη (vivliothíki, “图书馆”) + -άριος (-ários)
名词
βιβλιοθηκάριος (vivliothikários) m 或 f(复数 βιβλιοθηκάριοι)
变格
βιβλιοθηκάριος的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | βιβλιοθηκάριος • | βιβλιοθηκάριοι • |
属格 | βιβλιοθηκάριου • βιβλιοθηκαρίου • | βιβλιοθηκάριων • βιβλιοθηκαρίων • |
宾格 | βιβλιοθηκάριο • | βιβλιοθηκάριους • βιβλιοθηκαρίους • |
呼格 | βιβλιοθηκάριε • | βιβλιοθηκάριοι • |