βαμβάκι
希腊语
其他写法
- μπαμπάκι (bampáki) – 不常用
词源
源自古希腊语 βαμβάκιον (bambákion),源自古希腊语 βάμβαξ (bámbax);也对比拉丁语 bombacium、意大利语 bombagio、bambagia、中古波斯语 pmbk'。
名词
βαμβάκι (vamváki) n(复数 βαμβάκια)
变格
βαμβάκι的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | βαμβάκι • | βαμβάκια • |
属格 | βαμβακιού • | βαμβακιών • |
宾格 | βαμβάκι • | βαμβάκια • |
呼格 | βαμβάκι • | βαμβάκια • |
派生词
- βαμβακερός (vamvakerós, “棉质的”)
参见
- κλωστή βαμβακερή f (klostí vamvakerí, “棉线”)