βαθυσκάφος 希腊语 词源 βαθύς (vathýs, “深的”) + σκάφος (skáfos, “船身,船”) 名词 βαθυσκάφος (vathyskáfos) n(复数 βαθυσκάφη) 深海潜水艇变格 βαθυσκάφος的变格 单数 复数 主格 βαθυσκάφος • βαθυσκάφη • 属格 βαθυσκάφους • βαθυσκαφών • 宾格 βαθυσκάφος • βαθυσκάφη • 呼格 βαθυσκάφος • βαθυσκάφη • 拓展阅读 βαθυσκάφος在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el