αξιόγραφο 希腊语 名词 αξιόγραφο (axiógrafo) n(复数 αξιόγραφα) (金融) 证券变格 αξιόγραφο的变格 单数 复数 主格 αξιόγραφο • αξιόγραφα • 属格 αξιογράφου • αξιογράφων • 宾格 αξιόγραφο • αξιόγραφα • 呼格 αξιόγραφο • αξιόγραφα • 近义词 εγγύηση f (engýisi)