αναβολέας 希腊语 词源 源自古希腊语 ἀναβολεύς (anaboleús)。 名词 αναβολέας (anavoléas) m(复数 αναβολείς) 马镫 〈解〉 镫骨变格 αναβολέας的变格 单数 复数 主格 αναβολέας • αναβολείς • 属格 αναβολέα • αναβολέων • 宾格 αναβολέα • αναβολείς • 呼格 αναβολέα • αναβολείς •