αλέκτορας 希腊语 其他写法 (纯正希腊语) αλέκτωρ m (aléktor)词源 源自古希腊语 αλέκτωρ (aléktōr),源自ἀλέξω (aléxō, “避开,躲开”)。 名词 αλέκτορας (aléktoras) m(复数 αλέκτορες) (罕用) 公鸡变格 αλέκτορας的变格 单数 复数 主格 αλέκτορας • αλέκτορες • 属格 αλέκτορα • αλεκτόρων • 宾格 αλέκτορα • αλέκτορες • 呼格 αλέκτορα • αλέκτορες • 近义词 参见:κόκορας m (kókoras)