ακάπνιστος
希腊语
形容词
ακάπνιστος (akápnistos) m(阴性 ακάπνιστη,中性 ακάπνιστο)
- 未经熏制的
变格
ακάπνιστος 的变格
单数 | 复数 | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | ακάπνιστος • | ακάπνιστη • | ακάπνιστο • | ακάπνιστοι • | ακάπνιστες • | ακάπνιστα • |
属格 | ακάπνιστου • | ακάπνιστης • | ακάπνιστου • | ακάπνιστων • | ακάπνιστων • | ακάπνιστων • |
宾格 | ακάπνιστο • | ακάπνιστη • | ακάπνιστο • | ακάπνιστους • | ακάπνιστες • | ακάπνιστα • |
呼格 | ακάπνιστε • | ακάπνιστη • | ακάπνιστο • | ακάπνιστοι • | ακάπνιστες • | ακάπνιστα • |
反义词
- καπνιστός (kapnistós, “熏制过的”)
相关词汇
- άκαπνος (ákapnos, “无烟的”)
- 并参见:καπνίζω (kapnízo, “冒烟,烟熏;吸烟”)