希腊语
其他写法
词源
源自古希腊语 ἀετός (aetós, “鹰,预兆”)。
名词
αετός (aetós) m(复数 αετοί)
- 鹰
- 风筝
- (比喻) 足智多谋的人
变格
αετός的变格
单数
|
复数
| 主格
|
αετός •
|
αετοί •
|
---|
属格
|
αετού •
|
αετών •
|
---|
宾格
|
αετό •
|
αετούς •
|
---|
呼格
|
αετέ •
|
αετοί •
|
---|
近义词
相关词汇
- αέτειος (aéteios, “鹰钩鼻的”)
- αετίσιος (aetísios, “鹰的”)
- αετονύχης m (aetonýchis, “狡猾的欺骗”)
- αετόπουλο n (aetópoulo, “小鹰”)
- αετοφωλιά f (aetofoliá, “鹰巢”)
- αλιάετος m (aliáetos, “海鹰”)
- θαλασσαετός m (thalassaetós, “海鹰”)
- χαρταετός m (chartaetós, “玩具风筝”)
- ψαραετός m (psaraetós, “鱼鹰”)