αγία
希腊语
其他写法
- Αγία (Agía) (官方)
- άγια (ágia) 〈口〉
发音
- IPA(帮助):/a.ˈʝi.a/
音频 - 断字:α‧γί‧α
形容词
αγία (agía)
名词
αγία (agía) f(复数 άγιες,阳性 άγιος)(中性:άγιο)
- 圣人 (女性)
- Ζει ζωή αγίας.
- Zei zoḯ agías.
- 她过著圣人的生活。
- 参见:Αγία (Agía)
- (比喻) 有圣人品质(如耐心、爱、虔诚)的人
- Η πεθερά μου είναι μία αγία. Πώς άντεχε το γιο της;
- I petherá mou eínai mía agía. Pós ánteche to gio tis?
- 我婆婆真是个圣人。她是怎样能忍得了她儿子的?
变格
αγία的变格
单数 | 复数 | ||
---|---|---|---|
主格 | αγία • | άγιες • | |
属格 | αγίας • | αγίων • | |
宾格 | αγία • | άγιες • | |
呼格 | αγία • | άγιες • | |
复数 αγίες 自17世纪以后较常用,可能受古宾格复数 τὰς ἁγίας 的影响。 |
相关词汇
- Αγία f (Agía, “圣人”)
- Αγια- f (Agia-, “圣”)
- 并参见:άγιος (ágios, “圣人”)