ίκτερος 希腊语 名词 ίκτερος (íkteros) m(不可数) (医学) 黄疸变格 ίκτερος (íkteros)的变格 单数 主格 ίκτερος • 属格 ικτέρου • 宾格 ίκτερο • 呼格 ίκτερε •