άστυ
希腊语
词源
源自古希腊语 ἄστυ (ástu)。
名词
άστυ (ásty) n(复数 άστη 或 άστεα)
变格
άστυ的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | άστυ • | άστη • |
属格 | άστεως • | άστεων • |
宾格 | άστυ • | άστη • |
呼格 | άστυ • | άστη • |
近义词
- πόλη f (póli)
- πολιτεία n (politeía)
相关词汇
- αστυνομία f (astynomía, “警方”)
- αστυνομικίνα f (astynomikína, “女警”)
- αστυνομικός m (astynomikós, “警察”)
- αστυφύλακας m 或 f (astyfýlakas, “警官”)
- κλεινόν άστυ n (kleinón ásty, “雅典”)