άνοιξη
希腊语
词源
源自古希腊语 ἄνοιξις (ánoixis, “打开的”)。代替古希腊语 ἔαρ (éar)。
发音
- IPA(帮助):/ˈaniksi/
名词
άνοιξη (ánoixi) f(复数 ανοίξεις)
变格
άνοιξη的变格
单数 | 复数 | ||
---|---|---|---|
主格 | άνοιξη • | ανοίξεις • | |
属格 | άνοιξης • ανοίξεως • | ανοίξεων • | |
宾格 | άνοιξη • | ανοίξεις • | |
呼格 | άνοιξη • | ανοίξεις • | |
另复数 άνοιξες |
同类词汇
相关词汇
- ανοίγω (anoígo, “打开”)
- ανοιξιάτικα (anoixiátika, “在春季”)
- ανοιξιάτικος (anoixiátikos, “春季的”)
- 并参见:ανοιχτός (anoichtós, “打开的”)
拓展阅读
- άνοιξη在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el
- άνοιξη in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.