άζωτο是什么意思_άζωτο读音|解释_άζωτο同义词|反义词

άζωτο

希腊语

名词

άζωτο (ázoton(不可数)

  1. (化学)
    近义词: νιτρογόνο (nitrogóno)

变格

相关词汇

  • αζωτοποίηση f (azotopoíisi, 硝化作用)
  • αζωτούχος (azotoúchos, 含氮的)
  • κύκλος αζώτου m (kýklos azótou, 氮循环)
  • στερέωση αζώτου f (steréosi azótou, 固氮)

拓展阅读