Δευτέρα 希腊语 词源 源自δεύτερος (défteros, “第二”)。 名词 Δευτέρα (Deftéra) f(复数 Δευτέρες) 星期一,周一变格 Δευτέρα的变格 单数 复数 主格 Δευτέρα • Δευτέρες • 属格 Δευτέρας • — 宾格 Δευτέρα • Δευτέρες • 呼格 Δευτέρα • Δευτέρες • 相关词汇 (星期名称) μέρες της εβδομάδας; Δευτέρα (Deftéra), Τρίτη (Tríti), Τετάρτη (Tetárti), Πέμπτη (Pémpti), Παρασκευή (Paraskeví), Σάββατο (Sávvato), Κυριακή (Kyriakí) (Category: 希腊语 星期名称) Καθαρά Δευτέρα f (Kathará Deftéra, “净周一”)